ζόρικος — η, ο [ζόρι] 1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»). επίρρ... ζόρικα με πολύ ζόρι, με δυσκολία … Dictionary of Greek
κακοτράχαλος — η, ο (για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρόχαλο «μικρή πέτρα»]. η, ο 1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος 2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσ.) μτφ … Dictionary of Greek
σερέτης — ο, θηλ. σερέτισσα, Ν δύστροπος, βαρύς, ζόρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şirret] … Dictionary of Greek
τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] … Dictionary of Greek
τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουκαλής — ο πληθ. ήδες 1. αυτός που έχει ή κάνει τσαμπουκά (βλ. λ.). 2. ζόρικος άνθρωπος του υποκόσμου με προηγούμενες δοσοληψίες με την αστυνομία, κακοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)